ἰσοπαλῆ

ἰσοπαλῆ
ἰσοπαλής
equal in the struggle
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἰσοπαλής
equal in the struggle
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἰσοπαλής
equal in the struggle
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιάνειρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασίλισσα των Αμαζόνων, που έπεσε πολεμώντας γενναία εναντίον των Ελλήνων στην Τροία. 2. Κόρη του Φέρητα. Είχε γιο τον αργοναύτη Ίδμονα, από τον Απόλλωνα. 3. Κόρη του Μενοιτίου, που απέκτησε από τον Ερμή δύο γιους,… …   Dictionary of Greek

  • ισοπαλής — ἰσοπαλής, ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, άλιδος (Α) 1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος («μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.) 2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.). επίρρ... ἰσοπαλῶς (Α) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”